Η κοκκιδίωση αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα κατά την εκτροφή κοτόπουλων κρεοπαραγωγής και ειδικότερα στις εντατικές εκτροφές. Είναι μια από τις πιο δαπανηρές ασθένειες που καλείται να αντιμετωπίσει ο παραγωγός. Προκαλείται από πρωτόζωα του γένους Eimeria και τα κυριότερα είδη που προκαλούν προβλήματα είναι: E. acervuline, E. maxima, E. tenella, E. mitis, E. praecox, E. necatrix και E. brunetti.
Βιολογικός κύκλος
Τα στάδια του βιολογικού κύκλου των κοκκιδίων εμφανίζονται τόσο μέσα στο κοτόπουλο όσο και στο περιβάλλον.
Σε πρώτη φάση αναπτύσσεται μέσα στο κοτόπουλο η ωοκύστη, η οποία και μεταφέρεται στον εντερικό σωλήνα και από εκεί στο περιβάλλον. Εκεί όταν είναι κατάλληλες οι συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας αναπτύσσεται, μέσα σε μια ή δύο ημέρες, σε σποροφόρα ωοκύστη που μπορεί να μολύνει και τα άλλα κοτόπουλα. Σε αυτό το στάδιο η σποροφόρα ωοκύστη περιλαμάνει 8 σπορoζωίδια, καθένα από τα οποία μπορεί να εισέλθει σε ένα κύτταρο του εντέρου του κοτόπουλου.
Όταν τα σποροζωίδια εισέλθουν στον εντερικό βλενογγόνο μετασχηματίζονται σε τροφοζωίδια και μετά σε μεροζωίδια (όπου και πολλαπλασιάζονται). Οι αριθμοί που παράγονται εξαρτώνται και από το είδος των κοκκιδίων που εμπλέκονται. Κάθε μεροζωίδιο με τη σειρά του μπορεί να εισέλθει σε άλλα εντερικά κύτταρα. Αυτός ο κύκλος μπορεί να επαναληφθεί αρκετές φορές. Λόγω του κυκλικού πολλαπλασιασμού, μεγάλος αριθμός των εντερικών κυττάρων καταστρέφονται.
Όταν ο πολλαπλασιασμός σταματήσει παράγονται τα αρσενικά και θηλυκά γαμετοκύτταρα που αποτελούν τη βάση για το σχηματισμό της νέας ωοκύστης , η οποία μετά από τον τραυματισμό των επιθηλιακών κυττάρων διασπείρεται στο περιβάλλον με τα περιττώματα. Έτσι χιλιάδες ωοκύστες μεταφέρονται στο περιβάλλον από ένα μολυσμένο κοτόπουλο.
Μόλυνση των κοτόπουλων
Υπό φυσιολογικές συνθήκες τα περισσότερα κοτόπουλα απορρίπτουν μικρούς αριθμούς ωοκύστεων με τα περιττώματά τους χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και εκδήλωση της νόσου. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να συντρέχουν και άλλοι παράγοντες όπως η αυξημένη υγρασία στη στρωμνή και το περιβάλλον της φάρμας, συνωστισμός, ελλιπής απολύμανση και καθαριότητα, προηγούμενες εξάρσεις της νόσου κλπ.
Τα νεαρής ηλικίας κοτόπουλα έρχονται σε πρώτη επαφή με τα κοκκίδια μέσα από το μολυσμένο περιβάλλον, από μολυσμένα σκεύη και εργαλεία καθώς και από τον περιβάλλοντα χώρο της φάρμας. Αυτά συνήθως μολύνονται από κοτόπουλα που είχαν κοκκιδίωση σε προηγούμενες εκτροφές. Υγρές περιοχές γύρω από τις ποτίστρες αποτελούν πηγή μόλυνσης.
Οι οωκύστεις μπορούν να επιβιώσουν στο περιβάλλον για πολλούς μήνες πράγμα που δικαιολογεί την δύσκολη εκρίζωση των κοκκιδίων από μια εκτροφή. Οι ωοκύστες φαίνεται να αντέχουν στα περισσότερα απολυμαντικά και θανατώνονται με το ψύχος, την ακραία ξηρασία και τις υψηλές θερμοκρασίες. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που σχεδόν όλα τα πτηνοτροφεία είναι μολυσμένα με κοκκιδίωση.
Διάγνωση κοκκιδίωσης
Μια μαζική λοίμωξη θα συνοδεύεται από κλινικά συμπτώματα οπώς διάρροια και θανάτους πτηνών. Επειδή όμως όλα τα κοκκίδια δεν προκαλούν θανάτους ή μπορεί να πρόκειται για υποκλινική περίπτωση εκδήλωσης της νόσου, μόνο η νεκροτομική εξέταση εξασφαλίζει ασφαλή ακριβή διάγνωση.
Με την νεκροτομική εξέταση, αντιπροσωπευτικού αριθμού πτηνών από το κοπάδι, εντοπίζεται η θέση των βλαβών και δίνεται μια καλή ένδειξη του είδους των κοκκιδίων . Για παράδειγμα οι λοιμώξεις από E.tenella, βρίσκονται μόνο στο τυφλό και μπορούν να αναγνωριστούν από τη συσσώρευση αίματος σε αυτό το μέρος του εντερικού σωλήνα. Σε πτηνά που επιβιώνουν από το οξύ στάδιο της νόσου, μπορούν να βρεθούν κατά την νεκροψία, συσσωρεύσεις θρομβώσεων αίματος, υπολείμματα ιστών και ωοκύστες.
Η E. necatrix παράγει μείζονες βλάβες στο άνω και μεσαίο τμήμα του λεπτού εντέρου. Μικρές, λευκές κηλίδες, συνήθως αναμεμειγμένες με στρογγυλεμένες, φωτεινές ή θαμπό-κόκκινες κηλίδες διαφόρων μεγεθών, μπορούν να παρατηρηθούν στην επιφάνεια του εντέρου. Αυτή η εμφάνιση περιγράφεται μερικές φορές, με τον όρο "αλάτι και πιπέρι". Σε σοβαρές περιπτώσεις, το εντερικό τοίχωμα είναι παχύτερο και οι μολυσμένες περιοχές διαστέλλονται κατά 2-2,5 φορές της κανονικής διαμέτρου. Ο αυλός μπορεί να γεμίσει με αίμα, βλέννα και υγρό. Η απώλεια υγρών μπορεί να οδηγήσει σε έντονη αφυδάτωση.
Όσο αφορά την E brunetti, βρίσκεται στο τελικό μέρος του λεπτού έντερου στο ορθό, τυφλό, και στην αμάρα. Σε μέτριες λοιμώξεις, ο βλεννογόνος είναι χλωμός και μπορεί να είναι παχύτερος αλλά στερείται διακριτών εστιών. Σε σοβαρές λοιμώξεις, η θρομβωτική νέκρωση και η καταστροφή του βλεννογόνου εμφανίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του λεπτού εντέρου.
Η E.acervulina είναι η πιο κοινή αιτία μόλυνσης. Οι βλάβες περιλαμβάνουν πολυάριθμες υπόλευκες αλλοιώσεις στο άνω μισό του λεπτού εντέρου, οι οποίες μπορούν εύκολα να διακριθούν κατά την εξέταση. Η κλινική πορεία σε ένα κοπάδι είναι συνήθως παρατεταμένη και οδηγεί σε κακή ανάπτυξη, και ελαφρώς αυξημένη θνησιμότητα.
Ένα άλλο κοκκίδιο που αναπτύσσεται στο λεπτό έντερο είναι η E.maxima, όπου προκαλεί διαστολή και πάχυνση του τοιχώματος, πετέχια, αιμορραγία και κοκκινωπό - πορτοκαλί/ροζ υγρό εξίδρωμα.
Η E mitis επηρεάζει το τελικό μέρος του λεπτού εντέρου. Οι βλάβες είναι δυσδιάκριτες, αλλά μπορεί να μοιάζουν με μέτριες λοιμώξεις του E brunetti.
Η E.praecox, η οποία μολύνει το αρχικό μέρος του λεπτού εντέρου, δεν προκαλεί διακριτές αλλοιώσεις, αλλά μπορεί να βλάψει την ανάπτυξη. Η E.praecox θεωρείται μικρότερης οικονομικής σημασίας έναντι άλλων ειδών.
Πρόληψη της κοκκιδίωσης
Επειδή όπως αναφέρθηκε η πλήρης καταστροφή των ωοκύστεων στο περιβάλλον της φάρμας και η εκριζωση της νόσου είναι σχεδόν αδύνατη, απαιτείται η λήψη ορισμένων μέτρων για την μείωση του κινδύνου εκδήλωσης της. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν:
Χρήση κοκκιδιοστατικών στα φυράματα τροφής. Στην Ευρωπαική Ένωση διατίθεται αριθμός κοκκιδιοστατικών τα οποία είναι τα πιο σημαντικά εργαλεία στην αντιμετώπιση του προβλήματος της κοκκιδίωσης. Πρέπει να δίνεται όμως ιδιαίτερη προσοχή στην χρήση τους, γιατί η συνεχής χρήσης της ίδιας κατηγορίας κοκκιδιοστατικού οδηγεί στην ανάπτυξη μειωμένης ευαισθησίας από τα κοκκίδια, με αποτέλεσμα την μειωμένη δράση τους. Η συνεργασία με τον κτηνίατρο είναι απαραίτητη καθως είναι ο μόνος αρμόδιος να καταρτίσει το πρόγραμμα ενναλαγής των κοκκιδιοστατικών.
Σχολαστική καθαριότητα και απολύμανση κατά την εναλλαγή των εκτροφών.
Διατήρηση υψυλού επιπέδου καθαριότητας κατά την διάρκεια της εκτροφής.
Επιλογή καλής ποιότητας ποτίστρων, που δεν στάζουν και δεν δημιουργούν υγρασία στο περιβάλλον. Ο τακτικός έλεγχος τους για τυχών διαρροές νερού μειώνει την πιθανοτήτα ανάπτυξης υγρασίας.
Αποφύγη υπερπληθυσμού-συνωστισμού των πτηνών.
Χρήση εμβολίου στο εκκολαπτήριο ή τις πρώτες μέρες ζωής στο νερό
Θεραπεία κοκκιδίωσης
Με την εμφάνιση της κοκκιδίωσης , ο πτηνοτρόφος οφείλει να καλέσει τον κτηνίατρο της επιλογής του ώστε να εκτιμήσει την κατάσταση και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα. Τα θεραπευτικά μέσα απέναντι στην κοκκιδίωση δεν είναι πολλά αλλά είναι επιτακτική ανάγκη η χρησιμοποίησή τους μόλις παρατηρηθούν τα πρώτα κρούσματα κοκκιδίωσης ειδικά αν αυτά συνοδεύονται από απώλειες. Ίσως η ποιο αποτελεσματική ουσία είναι η Toltrazuril που δείχνει άμεσα την δράση της (μετά το πρώτο 24ωρο). Το μόνο μειονέκτημα είναι ο μεγάλος χρόνος αναμονής, που σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται προσεκτικά και ανάλογα με πότε τα κοτόπουλα θα οδηγηθούν προς σφαγή. Άλλο θεραπευτικό μέσο είναι η χρήση Τριμεθοπρίμης-Σουλφοναμίδης. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να προσεχθεί η υπερδοσολογία καθώς προκαλεί νεφροτοξικότητα. Σε περιπτώσεις αυξημένων απωλειών έχει δοκιμαστεί ο συνδυασμός Toltrazuril-Τριμεθοπρίμη-Σούλφα με ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Επίλογος
Η κοκκιδίωση αποτελεί μια ασθένεια η οποία μπορεί να προκαλέσει μεγάλη οικονομική ζημιά στον παραγωγό ακόμα και σε υποκλινική μορφή. Η αντιμετώπιση της αποτελεί δύσκολο και οικονομικά δαπανηρό εγχείρημα. Για το λόγο αυτό ο παραγωγός πρέπει να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην πρόληψη της νόσου και στην σωστή χρήση των κοκκιδιοστατικών ώστε να μην βρεθεί αντιμέτωπος με δυσάρεστες καταστάσεις. Η συνεργασία με τον κτηνίατρο για τον καταρτισμό ενός ολοκληρωμένου προγράμματος πρόληψης της ασθένεια είναι το κλειδί για την αποτελεσματικότητα του.
Yorumlar